- πίνουν
- πινάωto be dirtyimperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)πινάωto be dirtyimperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Yalo yalo — Yaló Yaló (en grec : Γιαλό γιαλό) est une chanson traditionnelle grecque, du folklore des Îles Ioniennes. Sommaire 1 La chanson 2 Interprétations 3 Yalo Yalo au cinéma … Wikipédia en Français
αρμυρίζω — [αρμυρός] 1. γίνομαι αλμυρός 2. δοκιμάζω κάτι αλμυρό 3. για κατσίκια που πίνουν λίγο θαλασσινό νερό … Dictionary of Greek
βδέλλα — (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό,… … Dictionary of Greek
γερούσιος — γερούσιος, α, ον (Α) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει στους γέροντες*, δηλ. τους αρχηγούς (α. γερούσιος οϊνος» το παλιό και καλό κρασί που πίνουν μόνο οι αρχηγοί β. «γερούσιος ὅρκος» ο όρκος που δίνουν οι αρχηγοί). [ΕΤΥΜΟΛ. < *γερόντ ιος <… … Dictionary of Greek
ερυσμός — ἐρυσμός, ὁ (Α) [ερύω (II)] 1. μέσο προστασίας από τη μαγεία 2. λάχανο τού οποίου το σπέρμα πίνουν τριμμένο οι έγκυες … Dictionary of Greek
ετερομυΐδες — (heteromyides). Οικογένεια σκιουρομόρφων ζώων. Το σώμα τους μοιάζει με το σώμα των καγκουρό, γι’ αυτό ονομάζονται και καγκουροπόντικα. Έχουν μακριά ουρά, μικρά μπροστινά πόδια, ενώ τα δύο άλλα είναι σχεδόν έξι φορές μακρύτερα από τα πρώτα.… … Dictionary of Greek
ζέβρα — Κοινή ονομασία διαφόρων αφρικανικών ιππιδίων. Το τρίχωμά τους χαρακτηρίζεται από πολυάριθμες μαύρες ραβδώσεις, που ξεχωρίζουν πάνω σε ανοιχτόχρωμο βάθος. Οι ζ. μοιάζουν εξωτερικά με τον γάιδαρο και το άλογο. Το ύψος τους, έως το ακρώμιο, ποικίλει … Dictionary of Greek
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek